- αδιαβατικός
- -ή, -ό(φυσ.), αυτός που δε μεταβιβάζει τη θερμότητα: Τα αέρια είναι αδιαβατικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαβατικός — ή, ό (Φυσ.) ο απομονωμένος (ο κλειστός) στις εξωτερικές ενεργειακές μεταβολές και επιδράσεις. Κατ επέκταση αδιαβατικές ονομάζονται οι μεταβολές συστημάτων, στις οποίες δεν έχουμε θερμικές ανταλλαγές με το περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές <… … Dictionary of Greek
ψευδοαδιαβατικός — ή, ό, Ν (μετεωρ.) (για θερμικές μεταβολές τού κορεσμένου σε υδρατμούς ατμοσφαιρικού αέρα) αυτός που δεν είναι καθαρώς αδιαβατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudoadiabatique (< ψευδ[ο] * + αδιαβατικός)] … Dictionary of Greek
αδιάθερμος — η, ο αυτός που δεν παρουσιάζει ανταλλαγές θερμότητας με το περιβάλλον του. Ο όρος αντικαταστάθηκε από τον όρο αδιαβατικός* … Dictionary of Greek
θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική … Dictionary of Greek